- εφυμνία
- ἐφυμνία, ἡ (Α)ύμνος επαινετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕμνος ή < ἐφ-υμνῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφύμνια — ἐφύμνιον burden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνοι — Ονομασία των τριών τελευταίων ψαλμών του Ψαλτηρίου (ρμη’, ρμθ’, ρν’). Την ονομασία τους οφείλουν στο προτρεπτικό «αινείτε», με το οποίο αρχίζουν οι περισσότεροι στίχοι τους. Στην εποχή του Χριστού αποτελούσαν μέρος της πρωινής λατρείας της… … Dictionary of Greek